ικέτευμα

ικέτευμα
ἱκέτευμα, τὸ (Α) [ικετεύω]
τρόπος ικεσίας, δεήσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱκέτευμα — mode of supplication neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευμάτων — ἱκέτευμα mode of supplication neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”